

Αυτοί που προσπαθούσαν από τη γη να ξεφύγουν και αυτοί που με μεράκι αλυσοδένονταν, μαζί της στο χαμό να πάνε
Οδεύει το μονοπάτι που
διαχωρίζει το δάσος στο λευκό και το μαύρο κομμάτι του.
Όντως;
Από τη μια πλευρά τα
αηδόνια τραγουδούν και τα λουλούδια λικνίζονται. Κρυστάλλινα τα νερά,
γαληνεύουν τις κόρες των ματιών σου. Άχρονα κι απέριττα είναι όλα. Ο φόβος του
θανάτου είναι ένα μικρό άτακτο παιδί που παίζει με τις μελισσούλες. Αεράκι
γλυκό, ανάλαφρα σε ανασηκώνει τόσο, ώστε να μη πατάς τη γη των σκέψεων. Και
εκεί σταματάνε όλα. Ανίσχυρες οι λέξεις ξεπεζεύουν μια για πάντα από τις
προτάσεις. Ησυχία....
Όντως;
Από την άλλη πλευρά του
μονοπατιού το άλλο άκρο. Θέαμα θελκτικό κι αποκρουστικό. Κοφτές ανάσες
ακούγονται παντού και όμως δερ βλέπεις κανένα. Νιώθεις το πλήθος των ανθρώπων
με τα βλέμματα στη γη και όμως δε κινείται τίποτα. Μια παράξενη αίσθηση
ανελευθερίας. Σε δές;ανε για να μη μαγευτείς από τις σειρήνες και παρέμεινες
αιώνια δεμένος. Κι όμως βρίσκεις νόημα σε όλα αυτά. Υπάρχεις μέσα από την
ανυπαρξία σου. Γοητεύεσαι από το φόβο του θανάτου σου. Να πάει στο διάολο η
Ιθάκι και το ταξίδι της, βροντοφωνάζεις. Ησυχία....
Όντως;
Τα όρια του μονοπατιού άρχισαν να χάνονται και οι δυο πλευρές του δάσους να σμίγουν.
Αυτός συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Τα κλαδιά των δέντρων
πλέκονταν, τα αηδόνια κελαηδούσαν, ενώ κοφτερές ανάσες άκουγες. Δίπλα, δίπλα, μαζί
μοχθούσαν. Αυτοί που προσπαθούσαν από τη γη να ξεφύγουν και αυτοί που με μεράκι
αλυσοδένονταν, μαζί της στο χαμό να πάνε. Και δεν ήξερες τι φέρει την αλήθεια
και τι το ψέμα. Αν τη χαρά τη χτίζει η θλίψη. Αν το μαύρο φτιάχτηκε από το
άσπρο. Αν υπάρχει άσπρο και μαύρο.
Το τέλος του δάσους ήταν
η πλάτη ενός τοίχου. Σταμάτησε και σίγουρος πλέον για την αμφιβολία του με
κοίταξε και με ρώτησε.
Όντως, Klavie;
Δεν είσαι κι εσύ, όπως κι
εγώ, ένας ωραίος Δον Κιχώτης;






