Στέλιος Βαμβακάρης
Του Θεοδόση Μίχου
Share |

«Πραγματικός αριστοκράτης είναι αυτός που κουβαλάει χωρίς ντροπή της φτώχειας του το μεγαλείο. Αυτός ήταν ο Μάρκος.»

Σχεδόν στην αρχή του βιβλίου σας για τον πατέρα σας λέτε χαρακτηριστικά ότι θα σεβαστείτε τη μνήμη των απόντων αλλά δε θα καταδεχτείτε να βγάλετε λιβανιστήρια στη μέση και ότι νόμος σας είναι η αλήθεια. Νιώσατε ότι είχατε κάποιο χρέος απέναντι στη μνήμη του πατέρα σας;

Έπρεπε να τα πω γιατί αυτά τα πράγματα είναι ζωή και η ζωή πρέπει να λέγεται, είναι Ιστορία. Κι ευτυχώς που τα θυμάμαι όλα και μπορώ και μεταφέρω τις μνήμες μου στον κόσμο, για να μάθουν όλοι τι πέρασε ο Μάρκος.

Κουβαλάτε στις πλάτες σας ένα όνομα που έχει σημαδέψει την ελληνική τέχνη και ιστορία του περασμένου αιώνα. Πως σας έχει συντροφέψει αυτή παρακαταθήκη στη μέχρι τώρα πορεία της ζωής σας;

Θεοδόση, είμαι τυχερός που είμαι γιος του Μάρκου που γεννήθηκα και μεγάλωσα δίπλα σ’ έναν άνθρωπο μ’ αυτό το βαλάντιο. Μέσα μου κουβαλάω το μπουζούκι που το αγαπώ πολύ κι έτσι μπορώ και γράφω τραγούδια. Αν δεν είχα ζήσει με τον Μάρκο δε νομίζω να είχα φτάσει εδώ που είμαι σήμερα ως μουσικός.

Έχετε ασχοληθεί εκτενώς με την αναζήτηση των κοινών ριζών μεταξύ του ρεμπέτικου και του
blues. Μπορείτε να μου πείτε δύο λόγια γι’ αυτή τη μελέτη αλλά και τις εμπειρίες που αποκομίσατε απ’ αυτή;

Και το ρεμπέτικο που το έζησα από πολύ μικρός αλλά και το blues είναι τέχνη του “περιθωρίου”, τραγούδια καταπιεσμένων ανθρώπων μίας άλλης τάξης. Η αγάπη μου για τη μουσική αλλά και η αγάπη μου για τα τραγούδια του Μάρκου, κυρίως τα καραντουζένια, τα τραγούδια τα βαριά, μ’ έφεραν σ’ επαφή με το blues και ανακάλυψα ότι είναι κάτι που ταιριάζει απόλυτα με το ρεμπέτικο. Ήταν μία μεγάλη αναζήτηση αυτή η μελέτη. Κάθε φορά που έπαιζα με τον LouisianaRed ή την AngelaBrownγια παράδειγμα, ήταν πολύ εύκολο για μένα να βάλω τις πενιές μέσα στο χώρο του blues.

Ο Μάρκος πίστευε για τα εμπορικά τραγούδια της εποχής τους ότι είναι “της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, σαν τσιγάρα που τ’ ανάβεις και κρατάνε μόνο για λίγες ρουφηξιές”. Έχοντας ζήσει τη μουσική βιομηχανία τότε, έστω κι αν ήταν σε πρωτόλεια μορφή, αλλά και σήμερα πιστεύετε ότι απλά η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Υπάρχουν κάποια πρότυπα και μοντέλα που πασάρονται στον κόσμο και σε κάνουν να νιώθεις ότι είσαι υποχρεωμένος να τ’ ακολουθήσεις. Όσον αφορά στον τομέα της μουσικής και της σύνθεσης κάποια “κεφάλια” έχουν βρει μία φόρμουλα, η οποία δεν έχει καθόλου ψυχή. Έχει βέβαια ωραία ρούχα, ωραία κορμιά, ωραία βιτρίνα. Βγαίνει ένας άνθρωπος στη σκηνή και κουνιέται και χτυπιέται και νομίζει ότι βγάζει ψυχή. Βέβαια βγάζει την ψυχή του στο γυμναστήριο για να γίνει έτσι!

Το γνήσιο ρεμπέτικο ανέκαθεν ήταν συνδεδεμένο με ανθρώπους του περιθωρίου και η θεματική του κινούταν γύρω από θέματα ταμπού όπως τα ναρκωτικά για παράδειγμά. Πως νιώθετε που πλέον το ρεμπέτικο, σε μαζική μορφή, σερβίρεται πλέον ως κάτι εντελώς καθώς πρέπει σε όλ’ αυτά τα μεγάλα κέντρα διασκεδάσεων;

Για μένα δεν ήταν άνθρωποι του περιθωρίου, ήταν άνθρωποι βασανισμένοι, πονεμένοι, είχαν πάθει πολλές πλάκες στη ζωή τους. Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές, η κοινωνία έχει αλλάξει και δύσκολα συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Τα τραγούδια αυτά όμως μιλάνε στην ψυχή του ανθρώπου γι’ αυτό και σ’ αυτά τα κέντρα που λες, ανάμεσα σ’ όλες τις μπούρδες, παίζουν ένα-δύο τέτοια και τότε αρχίζει να γίνεται ο μεγάλος χαμός, αλλάζει το σκηνικό.

Τα ζεϊμπέκικα του Μάρκου θεωρούνται ως τα πιο “βαρέας κλάσεως”. Μπορείτε να μου πείτε κάποια πράγματα για την ιεροτελεστία της ζεϊμπεκιάς, και δη μιας ζεϊμπεκιάς του Μάρκου, εκείνη την εποχή;

Πρώτ’ απ’ όλα, το ζεϊμπέκικο είναι αρσενικός χορός. Αυτός που το χορεύει κι έρχεται σ’ επαφή με τα πόδια του, με το κεφάλι του και με την ψυχή του κάνει μία τελετή. Οι νότες, ο στίχος και η πενιά τον “χορεύουν”, τον μαγεύουν. Είναι προσωπικό θέμα του καθενός πως το αισθάνεται. Αυτός που το χορεύει μπορεί να εκφράζεται, να βγάζει τα μυστήρια του, τα προβλήματά του, τη μαγκιά του. Φαίνεται ο χαρακτήρας σου στο χορό. Είναι ένας χορός λεβέντικος, μάγκικος, αντρικός, πώς να το πω;

Σύμφωνα με το θρύλο, οι Μάγκες ήταν ολίγον τι μούτρα. Αγύρτες, πότες, χασισοπότες, κλπ. Όπως επίσης ότι ήταν κάτι σαν τους Ρομπέν των δασών της τότε ελληνικής κοινωνίας. Πώς ήταν πάνω-κάτω τα πράγματα;

Έτσι ήταν πράγματι. Υπήρχε ψυχή κι αγάπη για το συνάνθρωπο. Η φτώχεια έκανε τους ανθρώπους ν’ αναγνωρίζουν τον πόνο του άλλου, γιατί και οι ίδιοι μέσα στη ζωή είχανε πάθει και είχανε μάθει. Είχε μεγάλη σημασία τότε αυτό που λέμε “καλή καρδιά”.

Μοιάζει γραμμένο στη μοίρα μεγάλων ανθρώπων το άδοξο τέλος. Έτσι κι ο Μάρκος πέθανε πάμφτωχος, όταν άλλοι καπηλεύονταν τα πνευματικά του δικαιώματα. Ήταν πράγματι όμως τόσο καλοσυνάτος που το προσπερνούσε μ’ ευκολία αυτό;

Όταν ένας άνθρωπος ξεκινά να γράφει τέτοια τραγούδια, έχει ένα στεφάνι πάνω από το κεφάλι του. Δεν υπολογίζει τα οικονομικά, τα υλικά. Δεν τον νοιάζει το χρήμα. Χρήμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή κι ο λόγος του. Έτσι ήταν ο Μάρκος γι’ αυτό και τον εκμεταλλεύτηκαν.

Όταν για πρώτη φορά εμφανιστήκατε μόνος στο πάλκο της “Μαντουμπάλας” (κλασσικό στέκι της εποχής) περιγράφετε στο βιβλίο ότι γλιτώσατε παρά τρίχα από τρεις πιστολιές. Έχοντας ζήσει αυτά που αντιμετώπισε ο πατέρας σας στη ζωή του αλλά κι ένα συμβάν σαν κι αυτό δε σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε;

Η κοινωνία τότε ήταν έτσι, λίγο πιο πρωτόγονη. Ήταν βέβαια και πιο αυθεντική. Έτσι συνέβαινε…όταν ένα μαγαζί πήγαινε καλά, υπήρχε ο καλοθελητής του αντίπαλου μαγαζιού που ξεκινούσε τον τσαμπουκά χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Δε θα σκεφτόμουν όμως ποτέ να τα παρατήσω. Ακόμη κι αν δεν έπαιζα ποτέ ξανά ζωντανά θα ασχολούμουνα περισσότερο σε κάποιον άλλο τομέα της μουσικής, θα δημιουργούσα περισσότερο στο σπίτι μου. Η μουσική είναι αγάπη μεγάλη και δε χάνεται, ούτε λησμονιέται. Αν ποτέ την παρατούσα θα μαράζωνα. 

Ό,τι τραγουδάς, στο τέλος συμβαίνει”. Το πιστεύετε ακόμη αυτό;

Κοίταξε, με το τραγούδι σου κυνηγάς το πεπρωμένο σου, φτιάχνεις τη ζωή σου και την κοινωνία σου. Εμπνέεσαι από αυτά που έχεις περάσει, τα κάνεις τραγούδια κι αυτά γίνονται σήματα που τα στέλνεις στον αέρα για να τα πιάσουν κάποιοι και να βρεθούν στο μεράκι σου. Το τραγούδι είναι μία πηγή ζωής που αντλεί από…τηζωή.

 

"Το ρεμπέτικο χρεώθηκε με τη στάμπα της αμαρτίας, επειδή το γέννησε η καταπιεσμένη κοινωνία, οι άνθρωποι του μεροκάματου κι όλοι εκείνοι που δε μπορούσαν να φτάσουνε το μπουρζουαζί θέμα και να περάσουν σε άλλη κατάσταση –δηλαδή όσοι ζούσαν από τις παράγκες στο Πέραμα μέχρι τα σπίτια των προσφύγων στην Παλιά Κοκκινιά.

Λένε πολλά γύρω από το μπουζούκι και γύρω απ’ το θέμα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο κορμός όλης αυτής της υπόθεσης είναι ο Μάρκος. Επηρεάστηκε απ’ τα τραγούδια που άκουγε μικρός στη Σύρα, αυτά που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες απ΄ τη Σμύρνη και ήτανε όλα τραγούδια της φούμας, χασικλίδικα. Από τη Σμύρνη ήρθαν οι τεκέδες και τα καφεσαντάν. Οι μεγαλύτεροι συνθέτες της Σμύρνης τραγουδούσαν για καταστάσεις περιθωρίου: χασίσια, νταλκάδες, κορόιδα, ριγμένους, μαχαιρώματα και φύσα-ρούφα.

Για μένα πραγματικός αριστοκράτης είναι αυτός που κουβαλάει χωρίς ντροπή της φτώχειας του το μεγαλείο. Αυτός ήταν ο Μάρκος: ποιητής, μπουζουξής, τραγουδιστής, χορευτής, αριστοκράτης, χαμάλης."

"Την πρώτη νύχτα που με πήρε μαζί του στο γυρολόι, παιδάκι με κοντά παντελόνια εγώ, κάποια στιγμή μπήκαμε σ’ ένα μαγαζί όπου όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα, αλλά κανείς δε χόρευε, διότι περιμένανε πότε θα περάσει ο Βαμβακάρης να ρίξει καμιά πενιά. Χάρηκε ο Μάρκος, ανεβήκαμε στο πατάρι και πιάσαμε τα όργανα. Ο σερβιτόρος μας έφερε τα χαρτάκια με τις παραγγελιές και σηκώθηκε ο κόσμος να χορέψει. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας μυστήριος που ήθελε να περνιέται για μεγάλος χορευτής και του άρεσε να παριστάνει το μάγκα και να τη χώνεται στους ανυπεράσπιστους. Ο Μάρκος είχε φερμάρει το ποιόν του συγκεκριμένου ατόμου και ήξερε ότι ο μπούλης ήτανε για κλοτσιές και ήθελε το κεφάλι του σπάσιμο. Τον είχε κοροϊδευτικά ονομάσει “Μπαλαρίνα του Αιγάλεω”. Σπαζαρχίδης ο Νουρέγιεφ άρχισε να βολοδέρνει στην πίστα, πάνω στου Μάρκου τις ζεϊμπεκιές. Τίναζε τα ποδάρια και τις χερούκλες του κι ενοχλούσε τους γύρω. Ο Μάρκος του έριχνε κάτι θυμωμένες ματιές, αλλά ο τύπος όχι μόνο δεν έδειχνε σημάδια ότι θα συνετιστεί, αλλά πλησίαζε το Μάρκο και του έλεγε: “Μάρκος με κόβεις;”. Αφού του ξανάπε δέκα φορές την ίδια φράση ο Μάρκος ζοχαδιάστηκε άγρια και του λέει δυνατά: “Σ’ έχω γαμήσει ρε πούστη; Τι θες και μ’ ενοχλείς;”(…)

"Ακούω ξαφνικά το Μάρκο να λέει του χορευτή: “Κύριε Αρχιδόπουλε, είσαι φοβερός μανουρατζής. Μας τα χεις ζαλίσει ολονών εδώ μέσα και γι’ αυτό έχω ένα στιχάκι ειδικά για σένα. Το ζητάει ο οργανισμός σου.” Κι ο Μάρκος τραγουδάει ως εξής το ρεφρέν: Μισές τραβάει, τσουβάλια σκίζει. Σκίζεται για μια μελαχροινή, και στη σούρα του ζητάει της μάνας του το μουνί. Κόντεψε να γκρεμιστεί η σκεπή από τα παλαμάκια."

"Καμιά φορά ο Μάρκος σηκωνόταν να χορέψει ζεϊμπέκικο κι έτσι θεόρατος που ήταν νόμιζες ότι έβλεπες μερακλωμένο το θεό τον Δία. Σήκωνε τα χέρια του παράλληλα με το έδαφος και άρχιζε να φέρνει βόλτες γύρω απ’ τον εαυτό του, πρώτα δεξιά, μετά αριστερά κι ύστερα με μία απότομη κίνηση σταύρωνε τα πόδια του και καρφωνόταν στο πάτωμα με τα γόνατα κι αμέσως τιναζόταν πάλι όρθιος σαν ελατήριο, χτύπαγε μεταξύ τους τις μπότες που φορούσε κι έσπαγε τη γη από τη δύναμή του και το πάθος."

"Για να χορέψεις ένα ζεϊμπέκικο του Μάρκου έπρεπε να χεις ανάψει τα καντήλια του Πειραιά, να χεις μετρήσει τα βράχια της Πειραϊκής. Έπρεπε να χεις πάει από υπόγειες διαδρομές, να χεις κρυφτεί κάτω από γέφυρες και πίσω από παραπήγματα, να χεις ανεβοκατεβεί βραχάκια, να χεις σκαρφαλώσει λόφους, να χεις πάει βαρκάδα στα λιμανάκια. Έπρεπε να χεις κάνει τη σπουδή σου για να φτάσεις στο σημείο να χορέψεις του Μάρκου τη ζεϊμπεκιά."

"Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η Σφουγγάρα; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του."

"Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν κάποιοι πιγκουΐνοι των Πόλων, που με τη “Φραγκοσυριανή” νανουρίζονται τα βράδια πριν κοιμηθούν. Έχουνε γίνει λένε κάπου 400 διασκευές σ’ αυτό το τραγούδ."

 

"Όπως είναι σήμερα οι βιτρίνες με τις γυμνές γυναίκες στη μπουρδελογειτονιά του Άμστερνταμ, έτσι ήταν τότε –προπολεμικά- και στα Βούρλα του Πειραιά."

«Ο Άγιος Μάγκας», Μάνος Τσιλιμίδης, βασισμένο στις αφηγήσεις του Στέλιου Βαμβακάρη, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 



fashion addiction