BARCELONA vs. REAL MADRID
Του Θεοδόση Μίχου
Share |

Σε ποιού την αντίληψη δεν έχει υποπέσει έστω κι επιδερμικά η προαιώνια ανταγωνιστική διαμάχη μεταξύ Καταλανών και Ισπανών (υπό την έννοια των Μαδριλένων), μία διαμάχη που δε θα μπορούσε παρά να επηρεάσει και να συνεχίσει να χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα τις αθλητικές και συγκεκριμένα ποδοσφαιρικές δραστηριότητες τους; Μπορεί σε ορισμένους να φαντάζει γραφική και αφελής η προσπάθεια τραγικοποίησης του ζητήματος των αιώνιων ισπανών αντιπάλων, της Barcelona και της Real, ειδικά στην εποχή της αποβλακωτικής άμβλυνσης και λήθης αντιθέσεων πολιτικού χαρακτήρα. Μία στοιχειωδώς πιο ενδελεχής ματιά όμως είναι αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο για τα βαθύτερα ζητήματα που καθιστούν την όποια προσέγγιση στο όνομα του “ευ αγωνίζεσθε” μεταξύ των δύο ομάδων απλώς ουτοπική. Αυτή η “αιώνια αντιπαλότητα” στο ποδοσφαιρικό επίπεδο αποτελεί το αθλητικό είδωλο των ιστορικών τους αντιθέσεων, που έχουν άρρηκτη σχέση με έναν αιώνα πολιτικού-ιδεολογικού-κοινωνικού ανταγωνισμού. Το άθλημα αυτό δηλαδή απλά ενσαρκώνει την πραγματικότητα της κοινωνικής σύγκρουσης. Έχει αναρωτηθεί κανείς άλλωστε γιατί το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ισπανίας δεν έχει στο ενεργητικό του τις υψηλότερες διακρίσεις, ενώ ταυτόχρονα αποτελείται από μέλη της κρεμ μπρουλέ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου; Μα γιατί πολύ απλά η ενδο-ισπανική κοινωνική-αθλητική σύγκρουση δεν πρόκειται ποτέ να πείσει τους διάφορους Ισπανούς να υποστηρίξουν από κοινού μία κοινή πατρίδα, έχοντας στο μυαλό την ιδιαίτερή τους.
Το πρώτο στοιχείο σχετικό με την ισπανική φιλοσοφία ζωής είναι το τρίπτυχο (σε τυχαία σειρά) “Dios, Rey, Futbόl”. Ελληνιστί “Θεός, Βασιλιάς, Ποδόσφαιρο”, κάτι όχι πολύ μακριά δηλαδή από τη γνωστή σε όλους μας αποχαυνωτική καραμέλα “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια”. Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να κατανοήσω ότι οι όποιες διαφοροποιήσεις στην επιμέρους ορολογία οφείλονται σε συγκυριακές ιστορικές εξελίξεις.
Το ότι διατηρούν για παράδειγμα την έννοια της βασιλείας, έστω και με καθαρά “κημειλιακό” χαρακτήρα, σημαίνει απλά ότι για καλή ή κακή τους τύχη ο βασιλιάς τους ήταν αρκετά πονηρός ώστε να αυτοπαρουσιαστεί ως μεσσίας μετά από μία ιδιαίτερα επίπονη περίοδο της ισπανικής ιστορίας, θέτοντας εαυτόν στο υποσυνείδητο απυρόβλητο ακόμη και της σκεπτόμενης πλευράς του ισπανικού λαού. Γεγονός που είναι μεν απαράδεκτο για εμάς και αντίθετο με την έννοια του ελεύθερου ανθρώπινου πνεύματος, είναι όμως απολύτως ανεκτό για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του ισπανικού τμήματος της Ιβηρικής χερσονήσου.
Και αν σε πολλούς ο παράγων “Futbόl” μοιάζει τρόπον τινά ανάξιος της αναγωγής του σε moto ζωής είναι γιατί απλούστατα σκέφτονται ελαφρά τη καρδία, ή καλύτερα επιλέγουν συνειδητά ν’ αποκλείσουν από τη νόησή τους ένα άθλημα, το οποίο από τις πρώτες μέρες της επινόησής του δεν παύει να συμβαδίζει ή ακόμη και να υπαγορεύει την πορεία σκέψεων των ανθρώπων. Ένα άθλημα που γεννήθηκε από τον ίδιο το λαό με σκοπό την αυτοϊκανοποίηση, υπό την έννοια της έκφρασης, υποστήριξης, ειδωλοποίησης, και φυσικά της προσφοράς ορισμένων εκ των πιο δυνατών, στο συγκινησιακό φάσμα, εξάρσεων.  Η εμπότιση της καθημερινότητας με το ποδόσφαιρο δε θα μπορούσε παρά να ποικίλει συναρτήσει των χρονικών εξελίξεων σε κάθε γεωγραφική θέση. Πόσο μάλλον όταν σε κάποιες περιπτώσεις το ποδόσφαιρο διαμορφώνεται υπό την επιρροή της διαδοχής ουσιαστικώνιστορικών γεγονότων (και όχι όντας έρμαιο ελεεινών μικροκομματικών, μικροπρεπών, μεγάλο...κάφρικων συμφερόντων, όπως στη δική μας περίπτωση). Η ίδια η Ισπανία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ευπαθών κοινωνικοπολιτικά χωρών της Ευρώπης, μ’ έναν καταιγισμό μεταπτώσεων στον πολιτικό τομέα. Καταιγισμός ο οποίος οφείλεται στον ιδιάζοντα πολυσυλλεκτικό εθνολογικό της χαρακτήρα. Το ίδιο το ισπανικό κράτος μοιάζει να διατηρείται σώο μόνο και μόνο εξαιτίας των άσπονδων δεσμών μεταξύ των διαφόρων αυτόνομων διοικητικά περιοχών του, με πολλές να προσπαθούν να διαφοροποιηθούν με λιγότερο ή περισσότερο εξτρεμιστικό τρόπο από την μαδριλένικη κεντρική εξουσία.
Η Barca συνεχίζει ακόμη και σήμερα να ενσαρκώνει την καταπιεσμένη Καταλωνία, μία χώρα με έντονη την εθνική υπερηφάνεια των κατοίκων της. Και είναι αδύνατο να τους κατηγορήσει κανείς γι’ αυτό αν απλά λάβει υπόψην του ότι έχουν καταφέρει ν’ αποκρούσουν διαρκείς προσπάθειες καταπάτησης της ταυτότητάς τους, με τις απαγορεύσεις σε γλωσσικά-πολιτικά-πολιτισμικά ζητήματα να διαδέχονται η μία την άλλη. Απαγορεύσεις που ξεκινούσαν φυσικά πάντοτε από την κεντρική εξουσία της Μαδρίτης. Η εθνική υπερηφάνεια λοιπόν, σε εξτρεμιστικές περιπτώσεις ο εθνικισμός, και το αίσθημα της πικρίας ανά τα χρόνια, ανήγαγαν το ποδοσφαιρικό clubτης Barcelonaσε κάτι παραπάνω από μία  λαϊκή θρησκεία. Το ανέδειξαν στο συμβολικό άοπλο στρατό της Καταλωνίας. Όπως είχε πει και κάποιος πρόεδρος της Barca και (τι ειρωνεία!) πρώην συνεργάτης του δικτάτορα Franco “Μας κυνηγούν γιατί είμαστε κάτι παραπάνω από μία ομάδα”. Ο πολιτικός συμβολισμός είναι ξεκάθαρος.  Η Barca ήταν το θύμα. Αυτό το θύμα-σύμβολο έμελλε να βραβεύσει ο πιο στυγνός πολέμιος του, ο Franco, όταν κέρδισε το ισπανικό πρωτάθλημα το 1942. Τραγική ειρωνεία...
Η Ιστορία όμως πολλές φορές έχει παίξει με την  ειρωνεία. Εν προκειμένω, για τη δημιουργία του αντίπαλου ποδοσφαιρικού δέους στην Ισπανία και μία από τις πιο εντυπωσιακές ομάδες στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα, της Real Madrid, υπεύθυνοι ήταν δύο Καταλανοί έμποροι, έναν αιώνα και κάτι πριν! Αν το τυπικότερο χαρακτηριστικό της Barca, ο διαρκής αγώνας της για ηθική επικράτηση επί της Real, έχει κοινωνικό-πολιτικές ρίζες, το κυριότερο στοιχείο που διέκρινε εξ αρχής τη Real ήταν η φύσει και θέσει αντιπαλότητά της με τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους όλης της ισπανικής επαρχίας. Η συγκέντρωση της εξουσίας στη Μαδρίτη επόμενο ήταν να συνηγορήσει στην καλλιέργεια της υπεροψίας και στην τοπική ομάδα. Η επικράτηση της “δημοκρατίας” του Franco μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου, ενός πολέμου που έχει καταγραφεί ως ένας από τους πιο αδυσώπητους του είδους, απλά εκτόξευσε την όλη κατάσταση σε δυσθεώρητα ύψη, με τους Καταλανούς να σιωπούν βλέποντας το όνειρο της αναζωογόνησής τους να παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας. Το τέλος του εμφυλίου σήμανε και την αρχή της προσπάθειας της ανάδειξης της Real σε Εθνική Ομάδα της Ισπανίας. Ο κόσμος όμως δεν ξεχνούσε. Η ομάδα της πρωτεύουσας ήταν η ομάδα του καθεστώτος. Το 1947 ο πρόεδρος της Real, Santiago Bernabeu εγκαινιάζει το (μετέπειτα ομώνυμο) εντυπωσιακό γήπεδο της Μαδρίτης, την έδρα της “Ομάδας του Αιώνα”, όπως ανακήρυξε στην αλλαγή της χιλιετίας η FIFA τη Real Madrid.
Στο γήπεδο αυτό, τη χρονιά των εγκαινίων του διαδραματίστηκε κι ένα από τα δύο χαρακτηριστικότερα περιστατικά απαξίωσης του ισπανικού και όχι μόνο ποδοσφαίρου, εκείνο της μνημειώδους επικράτησης της Real επί της Barcelona με 11-1! Οι μελετητές του περιστατικού ακόμη αστειεύονται με την “αμερόληπτη” στάση του διαιτητή, o οποίος όπως λέγεται σφύριζε αμέσως μόλις κάποιος παίκτης της Barca περνούσε τη γραμμή της σέντρας, αλλά και με την επέμβαση της αστυνομίας όταν οι αιώνια αντιδραστικοί Καταλανοί αρνήθηκαν να παίξουν και στο δεύτερο ημίχρονο. Ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, δημοσιογράφος τότε, είχε γράψει ότι ο αγώνας ήταν τόσο ολοκληρωτικά στημένος που η Real κάλλιστα θα μπορούσε να είχε κερδίσει με 50-0. Την επόμενη της δημοσίευσης του σχολίου του, όλως τυχαίως, τού αφαιρέθηκε η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος...
Το δεύτερο περιστατικό ακούει στο όνομα Di Stefano. Πόσο θράσος απαιτείται για να κλέψεις από μία ομάδα την καινούρια της μεταγραφή με το φόβο της αθλητικής της απόδοσης; Όσο και να χρειάζεται, φαίνεται ότι ο τότε αντιπρόεδρος της Real, και πρωτοκλασάτο στέλεχος της Φάλαγγας (του ισπανικού φασιστικού κόμματος) το διέθετε. Κι έτσι έγινε. Ο Di Stefano κατέληξε στη Real, την εκτόξευσε αγωνιστικά, έγινε σύμβολό της, και εγκωμιάστηκε όσο λίγοι στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Στη Βαρκελώνη η ζωή συνεχιζόταν με ανάμικτα συναισθήματα ζήλιας και πικρίας. Η ανέγερση του Camp Nou, ενός εκ των σπουδαιότερων αθλητικών εγκαταστάσεων μέχρι και σήμερα, δεν κατάφερε να αποβαλτώσει την ομάδα. Οι υπερήφανοι Καταλανοί θα έπρεπε να περιμένουν ακόμη 14 χρόνια, να έρθει το 1974, και να σταθούν πίσω από τις πλάτες ενός ξένου ηγέτη, του Γιόχαν Κρόιφ. 5-0 ήταν το αποτέλεσμα του πρώτου ντέρμπυ της χρονιάς μεταξύ των Αιωνίων, και για κάθε γκολ οι Καταλανοί αναβαπτίζονταν, ξεπλένοντας τις προσβολές, αθλητικές και μη, δεκαετιών ολόκληρων. Αυτή η αθλητική αναγέννηση (επιβεβαιώνοντας τη σχέση ποδοσφαίρου-πραγματικότητας στην Ισπανία) θα συνοδευόταν και από ένα άλλο σημαντικότερο γεγονός, το θάνατο του Franco και την παραχώρηση στην Καταλωνία πολιτικής, πολιτιστικής και οικονομικής αυτονομίας από τον βασιλιά Juan Carlos. Eξού κι ο όρος “απελευθερωτής” που του αποδίδουν μέχρι σήμερα οι φανατικοί Ισπανοί βασιλικοί. Φαίνεται ότι αγνοούν το γεγονός ότι ο ίδιος ο Franco τον είχε διορίσει λίγο καιρό πριν το θάνατό του...
Η απελευθέρωση του καταλανικού πνεύματος ήταν αναπόφευκτο να μεταφραστεί πολυεπίπεδα και φυσικά και στον “άοπλο στρατό της Καταλωνίας” την απτόητη Barca. Στην αναρρίχησή της συνέλεξε ουκ ολίγους τίτλους σε εθνικό αλλά κι ευρωπαϊκό επίπεδο, για να φτάσει στην κορυφή κερδίζοντας και το Champions Leagueτο 1992, στο...”συχωρεμένο” Wembley. Και αν αυτή η διεθνής αναγνώριση ήταν κάτι που έλειπε από τη βιτρίνα των κυπέλλων της Barca, αυτό δε σημαίνει ότι η ικανοποίησή που θα τους προσέφερε θα ήταν ποτέ συγκρίσιμη με την εμπειρία της κατατρόπωσης της “Βασίλισσας”. Η Ιστορία εκτός από είρωνας, πολλές φορές επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Έτσι επαναλήφθηκε το προ μιάμισης δεκαετίας 5-0. Αυτή η θριαμβευτική νίκη και η γενικότερη πορεία εκείνης της περιόδου γαλούχησε χιλιάδες μη Καταλανών νέων σε φανατικούς “Barcelonistas”, όπως αυτοαποκαλούνται.
Είναι απολύτως ευνόητη η μνημειώδης αντίδραση του καταλανικού κόσμου κατά την αποχώρηση του ακριβοθώρητου Luis Figo το 2000 και την προσχώρησή του στην ομάδα της πρωτεύουσας. Όπως πέντε χρόνια νωρίτερα η είσοδος του περίφημου Camp Nou ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα για τον Πορτογάλο, έτσι και κατά τη στιγμή της αποχώρησής του, οι Καταλανοί έκοψαν τις συναισθηματικές τους γέφυρες μαζί του, ξεχνώντας τα όσα είχε προσφέρει στην ομάδα και αντικατέστησαν τα ροδοπέταλα με αγκάθια. Στη δική τους πικραμένη καρδιά, ο Figo ήταν απλώς ένας προδότης ενός ολόκληρου λαού που τον λάτρεψε. Όταν μάλιστα όλος ο κόσμος παρακολούθησε τον Figo να παραλαμβάνει τη “Χρυσή Μπάλα”, την υπέρτατη αναγνώριση στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, στην έδρα της Real, το στάδιο Bernabeu, οι Καταλανοί αποφάσισαν ότι το αίμα νερό δε γίνεται. Κάποια επεισόδια με τους οπαδούς της Barca να πετούν στο γήπεδο κομμάτια ωμού κρέατος και μόνο στην όψη του Figo θα παραμείνουν θρυλικά...
Αν όπως λένε η ρόδα γυρίζει, δε χρειάζεται και τετράγωνη σκέψη για να καταλάβει κανείς πόσο ρευστές είναι οι εξελίξεις όταν εξαρτώνται από μία σφαίρα, πόσο μάλλον όταν αυτή με τη σειρά της εξαρτάται από 22 διαφορετικά ζευγάρια ποδιών ελισσόμενα πάνω στο γρασίδι. Για άλλη μία φορά λοιπόν, η Barca μοιάζει να κινείται σε τεντωμένο σχοινί.  Σχιζοφρενικό, αν αναλογιστεί κανείς το αλλοπρόσαλλο μεταξύ της αξιοπρεπούς, αν και όχι ειδυλλιακής, πορείας στον ευρωπαϊκό χώρο, και της κίνησής της μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο ισπανικό αθλητικό γίγνεσθαι. Η “Βασίλισσα” έχει καταφέρει να συγκεντρώσει στις τάξεις της το εντυπωσιακότερο cast για μία σύγχρονη χολιγουντιανή ποδοσφαιρική παραγωγή, αν και με αμφίβολα ποιοτικά αποτελέσματα, και πλέον κοιτάει με χαρακτηριστική άνεση από ψηλά τις υπόλοιπες ομάδες σε επίπεδο κόσμου με τον αέρα που υποδεικνύει και το προσωνύμιό της. Το ατίθασο καταλανικό πνεύμα πότε όμως δεν αντιμετώπισε την έννοια της βασιλείας ως κάτι παραπάνω από κόκκινο πανί. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η ταυρομαχία δε θα έχει τέλος...



fashion addiction