

Κώστας Γεωργίου

“Οι γηπεδούχοι κατάφεραν να αντιδράσουν σχετικά νωρίς στην επανάληψη, αφού στο 56’ ο Κώστας Γεωργίου που είχε περάσει τον αγώνα δύο λεπτά νωρίτερα σαν αλλαγή ..”
Πήρε παράταση ζωής (από Sport Fm)
Τελικά σκόραρε και ας ήταν και συνονόματος…
Πήρε παράταση ζωής (από Sport Fm)
Τελικά σκόραρε και ας ήταν και συνονόματος…
When the Saint Go Marching In
Αυτός είναι ο πρώτος επικήδειος που γράφω κι ελπίζω ο τελευταίος.
Ο Κώστας Γεωργίου ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Για όποιον άκουγε τζαζ στην Ελλάδα, ήταν πολύ περισσότερο από τη μπάσα φωνή στα ενδιάμεσα κενά των κομματιών. Ήταν ένας πραγματικός δάσκαλος, ένας μουσικός παραγωγός παλαιάς κοπής που σου κρατούσε το χέρι στα δαιδαλώδη μονοπάτια της μαύρης μουσικής, χωρίς όμως προκαθορισμένο προορισμό. Το καθημερινό του δίωρο από τις 10 το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν το σταθερό μας ραντεβού στα ερτζιανά για σχεδόν δύο δεκαετίες. Όταν ο φίλος και βασικό στέλεχος του περιοδικού Γιώργος Παπαθωμάς του πήρε συνέντευξη πριν από τέσσερα χρόνια για λογαριασμό του Υποβρυχίου με πραγματική αιτία απλά και μόνο να τον γνωρίσει με αφορμή τη συνέντευξη, με πήρε τηλέφωνο αμέσως μετά το τέλος της και μου είπε: «Φίλε, αυτόν τον τύπο πρέπει να τον γνωρίσεις οπωσδήποτε». Ένα μήνα αργότερα ο Κώστας Γεωργίου ήταν ένας από τους καλούς μου φίλους και μόνιμος πλέον συνεργάτης του περιοδικού. Πέρα από τη jazz που έπαιξε το ρόλο του ενοποιητικού στοιχείου, συμμεριζόμασταν κοινές απόψεις για τα περισσότερα από τα θέματα που είναι ιδιάζοντα για να θεωρήσεις κάποιον πνευματικό σου πατέρα. Καταρχάς ήταν κι αυτός πρωτοδεσμίτης, απόφοιτος του Ε.Μ.Π., Ηλεκτρολόγος/Μηχανικός. Κι αυτός βαρέθηκε να ακούει ότι όφειλε να ακολουθήσει το δρόμο που υπαγόρευε το πτυχίο του και όχι ένα συγκυριακό του βίτσιο, όπως ο πατέρας του θεωρούσε τη μουσική. «Δε ζεις από αυτά τα πράγματα παιδάκι μου». Ο Κώστας όμως ήταν από εκείνους τους χαρισματικούς ανθρώπους που ήξερε να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Ραδιοπειρατής των 80’s, πρωτοεργάτης αργότερα του ιστορικού Jazz FM υπό τον αείμνηστο Κώστα Γιαννουλόπουλο και τη γνωστή «jazz» τρελοπαρέα εραστών των ερτζιανών. Παράλληλα αξιοποίησε τις γνώσεις του αρχίζοντας να στήνει κεραίες στον Υμηττό για λογαριασμό άλλων ημιπαράνομων ή εντελώς παράνομων σταθμών αφού τότε, και υπό μια έννοια ακόμη και σήμερα, δεν υπήρχε κανένα σαφές πλαίσιο αδειοδότησης. «Αν δε φοβόμουν, όχι τις μηνύσεις, αλλά μη με καθαρίσουνε, θα έγραφα ένα βιβλίο για τις περιπέτειες του Υμηττού, τα στησίματα των κεραιών το βράδυ, το ξήλωμα το πρωί, τους ανθρώπους της νύχτας που κατέβαζαν με δυναμίτες τις κεραίες των αντιπάλων, τη μπουγάδα της γιαγιούλας που έμενε εκεί πάνω και έλαμπε από την ακτινοβολία το βράδυ, τα άγρια σκυλιά που έπαιρναν στο κυνήγι μόνο «όσους έπρεπε», τους πυροβολισμούς και το κρυφτούλι». Εγώ συνεπαρμένος από τη γοητεία του κινδύνου απλά ήλπιζα να κάμψω σε κάποια φάση να κάμψω τις αντιστάσεις του και να εκδώσουμε το βιβλίο.
Ο Αύγουστος αντίθετα από αυτό που υποστηρίζουν τα ημερολόγια είναι ο 12ος μήνας του χρόνου. Όλοι είναι διακοπές. Αυτόν το μήνα διάλεξε ο φίλος Κώστας για να μας αφήσει. Γιατί ακόμη και στην κηδεία του ήθελε να είναι μόνος. Χωρίς επισήμους και φανφάρες. Τους άφησε να κάνουν τα μπάνια τους ήσυχους. Αγύριστο κεφάλι που δύσκολα συμβιβαζόταν. Γι’ αυτό άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος του ραδιοφωνοπεριοδικού συναφιού δύσκολα θα σπαταλούσε μια καλή κουβέντα για πάρτη του. Μα φυσικά αφού τους είχε –συγχωρήστε με για το λεξιλόγιο- χεσμένους. Δεν είχε ούτε το δήθεν «έντεχνο» ούτε το mainstream για να τακιμιάσει μαζί τους. Πορεύθηκε αξιοπρεπώς και έφυγε κάτω από τη μύτη όλων ξαφνικά ένα ζεστό μεσημέρι μετά από «συνεννόηση» με την καρδιά του. Στην κηδεία σκεφτόμουνα ξανά και ξανά τα λόγια του Michael G. White, ενός μάστερ clarinetist από μια μπάντα της Νέας Ορλεάνης όταν τον ρώτησα πριν μερικά χρόνια στη Ν. Υόρκη για τα εύθυμα γκόσπελ με τα οποία συνοδεύουν τους νεκρούς τους. «Μα γιατί θεωρούμε ότι πηγαίνουν σε έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν εδώ.» Ωστόσο δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου ακούγοντας το Love supreme του Coltrane, οι νότες του οποίου ήταν η τελευταία αγκαλιά που δέχθηκε ο Κώστας από τους φίλους του στο κοιμητήριο…
Υ.Γ. Όχι, σύμφωνα με τους καρεκλοκένταυρους ο Κώστας (και τόσοι άλλοι), δεν είχαν θέση στο κρατικό ραδιόφωνο που –υποτίθεται ότι- στηρίζει την ποιότητα. Και αυτό γιατί ποτέ δεν ικέτεψε για κάτι που ούτως ή άλλως του άξιζε. Έτσι σε αυτή τη χώρα που εκτιμά απεριόριστα τα τέκνα της, αν κανείς πατήσει στο google δε θα βρει τα πολυπληθή αφιερώματα για τη ζωή του Κώστα –πέρα από μερικούς συγκινητικούς αποχαιρετισμούς- αλλά θα βρει το εξής ειρωνικό πλην χαριτωμένο:
Αυτός είναι ο πρώτος επικήδειος που γράφω κι ελπίζω ο τελευταίος.
Ο Κώστας Γεωργίου ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Για όποιον άκουγε τζαζ στην Ελλάδα, ήταν πολύ περισσότερο από τη μπάσα φωνή στα ενδιάμεσα κενά των κομματιών. Ήταν ένας πραγματικός δάσκαλος, ένας μουσικός παραγωγός παλαιάς κοπής που σου κρατούσε το χέρι στα δαιδαλώδη μονοπάτια της μαύρης μουσικής, χωρίς όμως προκαθορισμένο προορισμό. Το καθημερινό του δίωρο από τις 10 το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν το σταθερό μας ραντεβού στα ερτζιανά για σχεδόν δύο δεκαετίες. Όταν ο φίλος και βασικό στέλεχος του περιοδικού Γιώργος Παπαθωμάς του πήρε συνέντευξη πριν από τέσσερα χρόνια για λογαριασμό του Υποβρυχίου με πραγματική αιτία απλά και μόνο να τον γνωρίσει με αφορμή τη συνέντευξη, με πήρε τηλέφωνο αμέσως μετά το τέλος της και μου είπε: «Φίλε, αυτόν τον τύπο πρέπει να τον γνωρίσεις οπωσδήποτε». Ένα μήνα αργότερα ο Κώστας Γεωργίου ήταν ένας από τους καλούς μου φίλους και μόνιμος πλέον συνεργάτης του περιοδικού. Πέρα από τη jazz που έπαιξε το ρόλο του ενοποιητικού στοιχείου, συμμεριζόμασταν κοινές απόψεις για τα περισσότερα από τα θέματα που είναι ιδιάζοντα για να θεωρήσεις κάποιον πνευματικό σου πατέρα. Καταρχάς ήταν κι αυτός πρωτοδεσμίτης, απόφοιτος του Ε.Μ.Π., Ηλεκτρολόγος/Μηχανικός. Κι αυτός βαρέθηκε να ακούει ότι όφειλε να ακολουθήσει το δρόμο που υπαγόρευε το πτυχίο του και όχι ένα συγκυριακό του βίτσιο, όπως ο πατέρας του θεωρούσε τη μουσική. «Δε ζεις από αυτά τα πράγματα παιδάκι μου». Ο Κώστας όμως ήταν από εκείνους τους χαρισματικούς ανθρώπους που ήξερε να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Ραδιοπειρατής των 80’s, πρωτοεργάτης αργότερα του ιστορικού Jazz FM υπό τον αείμνηστο Κώστα Γιαννουλόπουλο και τη γνωστή «jazz» τρελοπαρέα εραστών των ερτζιανών. Παράλληλα αξιοποίησε τις γνώσεις του αρχίζοντας να στήνει κεραίες στον Υμηττό για λογαριασμό άλλων ημιπαράνομων ή εντελώς παράνομων σταθμών αφού τότε, και υπό μια έννοια ακόμη και σήμερα, δεν υπήρχε κανένα σαφές πλαίσιο αδειοδότησης. «Αν δε φοβόμουν, όχι τις μηνύσεις, αλλά μη με καθαρίσουνε, θα έγραφα ένα βιβλίο για τις περιπέτειες του Υμηττού, τα στησίματα των κεραιών το βράδυ, το ξήλωμα το πρωί, τους ανθρώπους της νύχτας που κατέβαζαν με δυναμίτες τις κεραίες των αντιπάλων, τη μπουγάδα της γιαγιούλας που έμενε εκεί πάνω και έλαμπε από την ακτινοβολία το βράδυ, τα άγρια σκυλιά που έπαιρναν στο κυνήγι μόνο «όσους έπρεπε», τους πυροβολισμούς και το κρυφτούλι». Εγώ συνεπαρμένος από τη γοητεία του κινδύνου απλά ήλπιζα να κάμψω σε κάποια φάση να κάμψω τις αντιστάσεις του και να εκδώσουμε το βιβλίο.
Ο Αύγουστος αντίθετα από αυτό που υποστηρίζουν τα ημερολόγια είναι ο 12ος μήνας του χρόνου. Όλοι είναι διακοπές. Αυτόν το μήνα διάλεξε ο φίλος Κώστας για να μας αφήσει. Γιατί ακόμη και στην κηδεία του ήθελε να είναι μόνος. Χωρίς επισήμους και φανφάρες. Τους άφησε να κάνουν τα μπάνια τους ήσυχους. Αγύριστο κεφάλι που δύσκολα συμβιβαζόταν. Γι’ αυτό άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος του ραδιοφωνοπεριοδικού συναφιού δύσκολα θα σπαταλούσε μια καλή κουβέντα για πάρτη του. Μα φυσικά αφού τους είχε –συγχωρήστε με για το λεξιλόγιο- χεσμένους. Δεν είχε ούτε το δήθεν «έντεχνο» ούτε το mainstream για να τακιμιάσει μαζί τους. Πορεύθηκε αξιοπρεπώς και έφυγε κάτω από τη μύτη όλων ξαφνικά ένα ζεστό μεσημέρι μετά από «συνεννόηση» με την καρδιά του. Στην κηδεία σκεφτόμουνα ξανά και ξανά τα λόγια του Michael G. White, ενός μάστερ clarinetist από μια μπάντα της Νέας Ορλεάνης όταν τον ρώτησα πριν μερικά χρόνια στη Ν. Υόρκη για τα εύθυμα γκόσπελ με τα οποία συνοδεύουν τους νεκρούς τους. «Μα γιατί θεωρούμε ότι πηγαίνουν σε έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν εδώ.» Ωστόσο δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου ακούγοντας το Love supreme του Coltrane, οι νότες του οποίου ήταν η τελευταία αγκαλιά που δέχθηκε ο Κώστας από τους φίλους του στο κοιμητήριο…
Υ.Γ. Όχι, σύμφωνα με τους καρεκλοκένταυρους ο Κώστας (και τόσοι άλλοι), δεν είχαν θέση στο κρατικό ραδιόφωνο που –υποτίθεται ότι- στηρίζει την ποιότητα. Και αυτό γιατί ποτέ δεν ικέτεψε για κάτι που ούτως ή άλλως του άξιζε. Έτσι σε αυτή τη χώρα που εκτιμά απεριόριστα τα τέκνα της, αν κανείς πατήσει στο google δε θα βρει τα πολυπληθή αφιερώματα για τη ζωή του Κώστα –πέρα από μερικούς συγκινητικούς αποχαιρετισμούς- αλλά θα βρει το εξής ειρωνικό πλην χαριτωμένο: