DIY Συνέντευξη ΚΟΡΤΩ
Συνέντευξη Αύγουστος Κορτώ
Share |
 Ο συγγραφέας σε μια συνέντευξη «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»,  μας αποδεικνύει πως ακόμα και το παιχνίδι των ερωταπαντήσεων μπορεί να είναι μια απολύτως DIYδιαδικασία.
 
Έχετε θέμα με το σώμα, κύριε Κορτώ – απ’ τα τριχοειδή στο μύτο του Σρετένσκι και τον καρέ καρέ αυνανισμό του Αλεξέι μέχρι τον κολασμένο νούντσιο με τα σμιλεμένα μπούτια (βοήθειά μας). Και αντίστοιχες εμμονές υπάρχουν και σε προηγούμενα βιβλία σας: το AIDS/καρκίναρος του πρωταγωνιστή στον «Αφανισμό του Νίκου», τα ξεραστικά χειρουργεία στο τέλος του «Δαιμονιστή» και πλείστα άλλα. Γιατί, καλέ μου κύριε;
Αφ’ ενός είναι κατάλοιπο των ιατρικών σπουδών μου – στην Ιατρική βλέπεις το σώμα σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του. Επί πλέον, δεν πιστεύω –ούτε και πίστευα ποτέ– στην ύπαρξη της άυλης ψυχής. Κατά συνέπεια, θεωρώ πως όλα (απ’ τα ευγενέστερα αισθήματα μέχρι το πρωινό χέσιμο) εκπορεύονται απ’ το σώμα. Εξ ου και η μανία μου με την ανατομία και τον κατακερματισμό του.
 
Και με τη μουσική έχετε μια άλφα πρεμούρα – και όχι μόνο στο «Δεκαέξι», όπου η φερώνυμη συμφωνία είναι, τρόπον τινά, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Στο «Στοιχειωμένο» κυνηγήσατε τη σκιά του Σούμπερτ, ο «Δαιμονιστής» έρχεται φάτσα φόρα με τον Βιβάλντι, ο Νίκος ακούει Σιμπέλιους και κλαίει. Εσείς τι παθαίνετε όταν ακούτε μουσική; Και γιατί τέτοια προσήλωση;
Κατ’ αρχάς, καίτοι άθεος, πιστεύω ότι η μουσική είναι η μοναδική έκφανση του ανθρώπινου νου που προσεγγίζει το θείον. Επίσης, καθώς γεννήθηκα με μουσικό αφτί (με δύο μουσικά αφτιά, για την ακρίβεια) κι έμαθα να παίζω πιάνο μόνος μου σε ηλικία πέντε ετών (λέγε με wunderkind), η μουσική ήταν ανέκαθεν συνυφασμένη με το είναι μου (κι από εμβρυϊκή ηλικία ακόμα – δεν ξέρω τι κάνει ο Μότσαρτ στα έμβρυα, πάντως το κράμα Χατζιδάκι - Paul Mauriat κάνει θαύματα). Αν δεν ήμουν ανάποδος κι απείθαρχος άνθρωπος, θα ’χα γίνει μουσικός – ένα όνειρο, το οποίο, απραγματοποίητο γαρ, με τυραννάει και θα με τυραννάει εφ’ όρου βίου. Έτσι, η μόνη μου διέξοδος (πέρα απ’ το να συνθέτω μινοράκια στο πιάνο, τα οποία ακούνε μόνον ολίγοι κι εκλεκτοί) είναι να μπουκώνω τα βιβλία μου με μουσική, από το θέμα τους μέχρι τη μουσικότητα του λόγου (την οποία προβάρω διαρκώς, διαβάζοντας ό,τι γράφω μεγαλόφωνα, σαν τον φρενοβλαβή, για να δω αν μου βγαίνει ο ρυθμός).
 
Σε αντίθεση με τη βία και τις παρεκκλίσεις των προηγούμενων βιβλίων σας, το «Δεκαέξι» είναι μες στην αβρότητα και τη λεπταισθησία. Είναι συνειδητή επιλογή για το συγκεκριμένο βιβλίο ή μήπως, τριανταρίζοντας, σιχτιρίσατε παλιές εμμονές και τη φήμη του «τρελού Σαλονικιού που γράφει ανωμαλίες» (όπως σας είχε περιγράψει κάποτε φιλικό μου πρόσωπο και εξαίρετος τραγουδοποιός);
Κατά πρώτον, ενίσταμαι: και το «Δεκαέξι» τίγκα στην ανωμαλία είναι – απλώς δεν έχει τις ακρότητες που υπήρχαν σε άλλα βιβλία μου (οι οποίες ανέκαθεν ήταν λειτουργικό κομμάτι τής εκάστοτε πλοκής, και ουχί προϊόν προσωπικού βίτσιου). Από κει κι έπειτα, είναι γεγονός πως μεγαλώνοντας μου φεύγει λίγο λίγο η εφηβική μου αψάδα (ως εφηβεία για μένα ορίζω τη δεκαετία 18 με 28, γιατί στην κανονική μου εφηβεία ήμουν ένα δυστυχισμένο μικρομέγαλο). Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η συμπάθειά μου στον αποκλίνοντα ερωτισμό έχει παύσει – κάθε άλλο. Εξακολουθώ να απολαμβάνω, έστω και σ’ έναν πιο νηφάλιο βαθμό, το να σοκάρω τους αναγνώστες μου εστιάζοντας σε θέματα που προκαλούν αμηχανία ή αποστροφή.
 
Είστε σεσημασμένος γραφομανής. Γράφετε συνέχεια ή κάνετε και κάνα διάλειμμα για να ξαλεγράρετε πότε πότε;
Όχι, στην πραγματικότητα γράφω συνέχεια, ακατάπαυστα – ακόμα κι όταν κάνω κάτι άλλο, την ώρα που πίνω ένα ποτό στην πλατεία, λόγου χάρη, με πιάνει το duende και μπορεί να κοιτάω επί ένα πεντάλεπτο τον φίκο απλανώς, δουλεύοντας νοερά πλοκές, φράσεις, εικόνες (αυτό συχνά δημιουργεί την αίσθηση μιας κάπως υπεροπτικής αφηρημάδας, αφού στη διάρκεια αυτών των διαλείψεων δεν διατηρώ την παραμικρή επαφή με την περιρρέουσα πραγματικότητα). Είναι, ωστόσο, γεγονός (θλιβερό, αλλά αναπότρεπτο) ότι δεν έχω την πολυτέλεια να γράφω όσο θα ήθελα. Αν με κάποιο μαγικό τρόπο εξασφάλιζα έναν σκασμό λεφτά, θα έγραφα ένα βιβλίο το μήνα (σε αντίθεση με το ένα βιβλίο το τρίμηνο στο οποίο αρκούμαι, θέλοντας και μη).
 
Ένα βιβλίο το τρίμηνο; Μου τραβάτε τα βυζιά! Εδώ μιλάμε για το μπαούλο του Πεσόα και τη σιφονιέρα της Έμιλι Ντίκινσον! Τότε γιατί βγάζετε το πολύ ένα βιβλίο το χρόνο; Τα άλλα τι απογίνονται;
Αυτά που δεν εκδίδω, κατά κανόνα, τα τρώει η ψηφιακή μαρμάγκα – αποθνήσκουν μετά των αλλοφύλων κάθε φορά που ο παλιός υπολογιστής τα φτύνει. Και δεν με πειράζει καθόλου. Αντιθέτως, με ξαλαφρώνει αφάνταστα, καθώς ένας απ’ τους χειρότερους εφιάλτες μου θα ’ταν –καμιά πενηνταριά χρόνια μετά– να βρισκόταν κάνα μαλακισμένο εγγόνι και να ’βγαζε μέχρι τις λίστες για τα ψώνια μου. Αν και την τελική επιλογή, το ναι ή το βροντερό όχι, δεν την έχω εγώ.
 
Και τότε ποιος την έχει; Ο Θεός; Ο εκδότης σας; Το φάντασμα της Μελίνας Μερκούρη;
Το Κουτάβι είναι ο πρώτος και ο μόνος αναγνώστης ορισμένων βιβλίων. Το αν θα ξεμυτίσουν ποτέ απ’ τον σκληρό είναι αποκλειστικά δική του απόφαση.
 
Αυτό το Κουτάβι πρέπει να ’ναι μεγάλη μανούλα. Γιά διευκρινίστε μου κάτι, ωστόσο: πρόκειται για άνθρωπο ή είναι κάνα χοντρό βίτσιο που δεν λέγεται παραέξω;
Το Κουτάβι είναι ο –πανέμορφος, ευφυέστατος και άξιος αγιοποίησης– από εξαετίας σύντροφός μου. Το παρατσούκλι του έχει τις ρίζες του στην αλλοτινή μου λατρεία, στο ζεύγος Σαρτρ - Ντε Μποβουάρ και στην προσφώνηση «mon charmant Castor».

Αυτή η τρέλα πάλι, που γράφετε πρώτα στα αγγλικά και μετά κάθεστε και το ξαναγράφετε στα ελληνικά, τι είναι; Πόζα; Γλωσσική συμπάθεια; Χρηστική επιλογή; Ή μήπως προσβλέπετε (όπως οι πάντες εν Ελλάδι) σε διεθνή καριέρα;
Τη διετία 2005-2007 διήλθα ένα –τρομακτικό για τα δικά μου δεδομένα– writer’s block, στη διάρκεια του οποίου έγραψα μόνο παιδικά και κάτι βιβλία της συμφοράς (που, ευτυχώς, αγνοούνται). Ούτε θέμα μού κόλλαγε ούτε ύπνος. Μέχρι σε κλινική κατάθλιψη έπεσα απ’ τη συγγραφική αφλογιστία (κι απ’ τα εβδομήντα χιλιάδες άλλα θέματα που έχω). Και ξαφνικά, στις αρχές του ’07, κάθομαι και ξεπετάω τον «Αφανισμό του Νίκου» στα αγγλικά – και έκτοτε μού είναι αδύνατον όχι μόνο να γράψω, αλλά ακόμα και να σκεφτώ βιβλίο απευθείας στα ελληνικά. Όπως και στην ποπ μουσική, αισθάνομαι ότι η αγγλική είναι η ιδανική γλώσσα για την πεζογραφία: παιγνιώδης, εύπλαστη, με αχανείς δυνατότητες. Επί πλέον, αυτή η διπλή γραφή μού δίνει την ευκαιρία να διορθώνω κουσούρια που μου ξεφεύγουν στο πρωτόλειο. Τέλος, σε ό,τι αφορά την αγγλόφωνη αγορά, εννοείται πως θα έκανα τούμπες, κατακόρυφα, σπαγκάτο και Fosbury Flop αν κάποιος ξένος εκδότης ή ατζέντης εκδήλωνε ενδιαφέρον για τα βιβλιαράκια μου.

Ένα κάρο βιβλία, μεταφράσεις και δε συμμαζεύεται, κι ακόμα δεν έχετε αξιωθεί να γίνετε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Γιατί;
Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μ’ αυτόν τον καημό θα πεθάνω.
 
Μια που μιλάμε για καρεκλοκενταυρίες – θα θέλατε κάποτε να γίνετε ακαδημαϊκός, ιππότης, προμηθευτής της βασιλικής αυλής ή κάτι άλλο posh and glamorous;
Άμα έχει λεφτά, ωραίο ντύσιμο και γυαλιστερά accessories, εννοείται.
 
Πώς και το ρίξατε στη μετάφραση; Βιοπορισμός ή πάθος;
Και τα δύο. Μέχρι πριν από καμιά τετραετία έγραφα σε πέντε χιλιάδες περιοδικά – κείμενα που έβγαζα απευθείας απ’ την κοιλιά μου. Ευτυχώς, την έκανα πριν τα κακαρώσουν τα έντυπα και γίνουν οι αμοιβές της πλάκας. Απ’ τη μετάφραση και ζω και μαθαίνω πώς γράφονται τα σπουδαία βιβλία. Είναι μια δουλειά που με έχει ευεργετήσει ως συγγραφέα.
 
Και τα παιδικά πού κολλάνε; Αντιπροσωπεύουν κάποιο αθώο –τρυφερό σαν την καρδιά ενός μαρουλιού– κομμάτι σας ή πάλι είναι τα φράγκα στη μέση (καθώς μου φαίνεστε ολίγον αργυρώνητος);
Της θειάς σου ο κώλος. Τα παιδικά είναι η χαρά μου, η συγγραφική μου ανάσα, το πιο αβασάνιστο και απολαυστικό κομμάτι του επαγγέλματός μου. Βέβαια, επειδή όπως προείπα, η ανωμαλία κυλάει στο αίμα μου, αναγκάζομαι όταν γράφω για παιδιά να φιμώνω το τρίπτυχο «βία - γαμήσι - δυστυχία», οπότε αυτό που μου απομένει –κι αυτό που καθιστά τη γραφή τους τόσο υπέροχη– είναι η συνεχής μπαλαφάρα. Στα παιδικά αφήνω ξέφρενη την κωμική μου φλέβα (μια τακτική που μέχρι τώρα με έχει ανταμείψει με μοναδικές εμπειρίες αγάπης από αναγνώστες που, λόγω ηλικίας, είναι ακομπλεξάριστοι κι ανεπιτήδευτοι, και διαβάζουν για τη χαρά της αφήγησης και μόνο).

Γράψατε κι ένα σενάριο το πάλαι ποτέ. Θα το ξανακάνατε;
Για την ακρίβεια, έχω γράψει δύο σενάρια – απλώς το ένα δεν γυρίστηκε ποτέ. Η ενασχόλησή μου με την κινηματογραφική γραφή ήταν αποκλειστικά προϊόν της φιλίας μου με τον Γιώργο Πανουσόπουλο. Ωστόσο, παρόλο το χαβαλέ της «Τεστοστερόνης», είμαι πολύ μοναχοφάης κι εγωιστής για να μοιράζομαι τη δουλειά μου μ’ ένα τσούρμο καλλιτέχνες που ο καθείς έχει την άποψή του και θέλει να τη δει γραμμένη στο σκριπτ. Τότε ήμουν μικρός κι αμάλλιαγος και καλόβολος. Τώρα δεν θα πλησίαζα σενάριο ούτε στα χίλια μέτρα.
 
Μιλώντας για βιογραφικά, τα «αφτιά» των βιβλίων σας είναι μια ωδή στη λακωνικότητα. Γιατί δεν γράφετε κι εσείς κατεβατά, όπως ορισμένοι συνάδελφοί σας – να θαμπώνεται ο άλλος, ρε παιδάκι μου;
Αφ’ ενός, το μόνο πράγμα που βαριέμαι περισσότερο απ’ το να γράφω βιογραφικά είναι το σιδέρωμα (και δεν έχω σιδερώσει ποτέ στη ζωή μου – έχω ακόμα το ατμοσίδερο που μου ’χε πάρει ο μπαμπάκας μου όταν μετακόμισα στην Αθήνα στο κουτί του, άθικτο). Και, μάλιστα, τα συνήθη βιογραφικά μου (και δεν πουλάω τρέλα) μου φαίνονται φλύαρα. Το ιδεώδες για μένα θα ήταν: (α) τίποτα, τουτέστιν μόνο το εκπάγλου καλλονής ασπρόμαυρο προφίλ μου ή (β) κάτι ακόμα πιο λιτό, όπως: Αύγουστος Κορτώ: (1979 – ;).
 
Πριν κλείσουμε τη συναρπαστική μας συνέντευξη (δεν φαντάζεστε πόσο χάρηκα για τη γνωριμία – μόνο που σας περίμενα λίγο πιο ξανθό, στη θέση σας θα πατούσα μια-δυο ανταύγειες), πείτε μας ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον;
Ονειρεύομαι μια ανθρωπότητα μονοιασμένη, χωρίς ανισότητες, πείνα, λιμούς και τυραννίες. Αυτά τα ονειρεύομαι μια-δυο φορές το χρόνο, Πάσχα και Χριστούγεννα. Τον υπόλοιπο χρόνο ονειρεύομαι το Νομπέλ Λογοτεχνίας – και, μάλιστα, προβάρω στο μυαλό μου και διάφορες ομιλίες και αμφιέσεις (φράκο ή σμόκιν; ή μήπως ένα εμπριμέ λουλουδιαστό muummu α λα Ντέμης Ρούσος, να φρικάρουν οι σουηδοί γαλαζοαίματοι;).



fashion addiction